- χειμωνικό
- το1. καρπούζι.2. παροιμ., «Στο χειμωνικό χερούλι δεν κολλάει», δε γίνονται πιστευτές οι συκοφαντίες που στρέφονται εναντίον ατόμου γνωστής εντιμότητας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.